- ἀγελαίων
- ἀγελαῖοςbelonging to a herdfem gen plἀγελαῖοςbelonging to a herdmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγελαιών — a place for herds masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμαχος — η, ο / φιλόμαχος, ον, ΝΜΑ φιλοπόλεμος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φιλόμαχος ζωολ. γένος μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας σκολοπακίδες με μοναδικό το είδος Philomachus pugnax, που απαντά και στη χώρα μας ως χειμερινός… … Dictionary of Greek
φλαμί(ν)γκο — το, και φλαμέγκος, ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία 4 ειδών αγελαίων παρυδάτιων πτηνών με πολύ μακριά και λεπτά πόδια, μακρύ λαιμό και κυρτωμένο ράμφος, συγγενικών με τους πελαργούς και τους ερωδιούς, που ανήκουν στην οικογένεια φοινικοπτερίδες και… … Dictionary of Greek
ενδοειδικός ανταγωνισμός — Ο ανταγωνισμός μεταξύ ατόμων που ανήκουν στο ίδιο είδος. Είναι πολύ πιο έντονος από τον διαειδικό ανταγωνισμό (βλ. λ.), γιατί τα άτομα του ίδιου είδους έχουν τον ίδιο ακριβώς οικολογικό θώκο, δηλαδή έχουν τις ίδιες ανάγκες και προσπαθούν να… … Dictionary of Greek